- προτασιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόταση2. φρ. α) «προτασιακός λογισμός» — το απλούστερο και βασικότερο σύστημα τής λογικής, που αφορά μη αναλύσιμες από την άποψη τής δομής τους προτάσεις και τους συνδυασμούς στους οποίους αυτές υπεισέρχονταιβ) «προτασιακές μεταβλητές» — τα σύμβολα p, q, r ή κατά συνθήκην άλλα, που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύουν μη καθορισμένες προτάσεις ή ότι η παρουσία τους στους τύπους σημαδεύει τις θέσεις στις οποίες μπορεί να τοποθετηθούν προτάσεις, δηλαδή θεωρούμενες μόνον ως προς τις δυνατές αληθοτιμές τουςγ) «προτασιακός τύπος»(μαθ. -λογ.) πρόταση, υπό συντακτική έννοια, στην οποία περιέχονται μία ή περισσότερες μεταβλητές, ακαθόριστα σύμβολα, και η οποία γίνεται λογική πρόταση όταν στη θέση τών μεταβλητών τεθούν στοιχεία από ένα σύνολο τελείως καθορισμένο, λ.χ. από το σύνολο τών πραγματικών αριθμών ή από το σύνολο τών φυσικών αριθμών.
Dictionary of Greek. 2013.